- ψηκτρίζω
- μετ. чистить щёткой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψηκτρίζω — scrape down pres subj act 1st sg ψηκτρίζω scrape down pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηκτρίζω — ΝΜΑ [ψήκτρα] (σχετικά με άλογο) ξυστρίζω νεοελλ. καθαρίζω ή γυαλίζω με βούρτσα, βουρτσίζω μσν. βουρτσίζω προς τα κάτω … Dictionary of Greek
ψηκτρίζειν — ψηκτρίζω scrape down pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)